Η απάντηση έχει να κάνει και με το γιατί η κόλλα δεν στερεοποιείται μέσα στο σωληνάριο που φυλάγεται μέχρι την επόμενη χρήση της. Συνήθως βάση μιας κόλλας από αυτές που κάνουν για τα πάντα είναι ένα μονομερές όπως λέγεται, με κυανοακρυλική βάση και αυτό παραμένει αδρανές όσο βρίσκεται σε περιβάλλον οξυγόνου. Ετσι ακόμη και αν εισχωρήσει αέρας στο σωληνάριο δεν πειράζει. Αντίθετα το νερό έστω και ελάχιστο, με τη μορφή υγρασίας δηλαδή, ή όποια άλλη ουσία περιέχει υδρογόνο, θα δράσουν καταλυτικά.
Το μονομερές μεταβάλλεται σε πολυμερές, δηλαδή το μόριο αποτελείται τώρα από πολλά ίδια συγκροτήματα ατόμων με κάποιες διαφορετικές όμως ιδιότητες που στερεοποιείται και δίνει τη δυνατότητα για συγκόλληση. Ετσι είναι απόλυτα φυσιολογικό αν θέλουμε να έχουμε γερή συγκόλληση να καθαρίζουμε τις... ενδιαφερόμενες επιφάνειες από τη σκόνη ακόμη και με κάποιο λίγο υγρό ύφασμα. Φροντίζουμε στη συνέχεια να απλωθεί ένα πολύ λεπτό στρώμα κόλλας επάνω τους πιέζοντας αρκετά ώστε να μην υπάρχει οξυγόνο παγιδευμένο ενδιάμεσα και κολλούν. Οταν το στρώμα της κόλλας είναι πιο παχύ συμβαίνει ό,τι και μέσα στο σωληνάριο. Η κόλλα δεν πολυμερίζεται άρα δεν στερεοποιείται. Με βάση τις παραπάνω αντιδράσεις γίνεται κατανοητό το γιατί είναι τόσο εύκολο να κολλήσουν τα δάχτυλα με τις σούπερ κόλλες αφού η υγρασία του δέρματος δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για τη συγκόλληση μεταξύ τους.