Η έπαυλη αυτή ανεγέρθηκε απο τον Πατρινό τραπεζίτη Κυριάκο Λάππα περί το έτος 1892, αφού είχε αγοράσει την γη -περίπου 10 στρέμματα σταφιδάμπελου- απο τους Διονύσιο Γεωργίου και Κωνσταντίνο Αλποχωρίτη. Το καλοκαίρι του 1891 ο Κυριάκος Λάππας ξερίζωσε το αμπέλι και σε ένα μέρος αυτού ανήγειρε μεγάλη οικοδομή. Το υπόλοιπο του χώρου το μετέτρεψε σε κήπο της έπαυλης.
Στις 3 Ιουλίου του 1919 η έπαυλη περιέρχεται, είς πλήρη κυριότητα, στον δικηγόρο Διονύσιο Γιαννουλόπουλο. Έκτοτε ο Διονύσιος Γιαννουλόπουλος με την οικογένεια του κατοικούν στην έπαυλη την οποία καλώπισαν με γαλλικού τύπου κουφώματα, καθώς και πυργοειδείς εξώστες. Η έπαυλη πλέον καθωρίστηκε ως έπαυλη Διονύσιου Γιαννουλόπουλου. Ο Γιαννουλόπουλος προσκάλεσε αρχιτέκτονα για να επιθεωρήσει την στατικότητα του κτιρίου, καθώς και Ρώσσους ειδικούς τεχνίτες οι οποίοι έκαναν αξιοθαύμαστες επιχρωματώσεις στο εσωτερικό της έπαυλης. Ζωγράφισαν διάφορες ελαιογραφίες με φυτικά ή ζωικά μοτίβα και αριστοκρατικά θέματα ευρωπαικής νοοτροπίας.
Το κτίριο της έπαυλης είναι διόροφο, λιθόκτιστο, στεγασμένο με ξύλινες δίρριχες στέγες που παρακολουθούν τήν κάτοψη, καλυμμένες με γαλλικά κεραμίδια. Τα κουφώματα του κτιρίου είναι ξύλινα, γαλλικού τύπου, αναδιπλούμενα. Στην πλάγια όψη υπάρχει μαρμάρινος εξώστης, που στηρίζεται σε μαρμάρινα φουρούσια και έχει σιδερένια κάγκελα. Το κτίριο βρίκεται στο μέσο ενός δενδροφυτευμένου κήπου. Η πρόσοψη και η κεντρική είσοδος βρίσκεται δυτικά με παχύσκιον πρασινώδη διάδρομο στρωμένο με πολύχρωμα μωσαικά. Πριν την είσοδο εντος της έπαυλης ευρίσκονταν δυο υπερμεγέθεις φοίνικες. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1960 η έπαυλη εισέρχεται σε νέα λαμπρή εποχή της κοσμοπολίτικης οικογένειας του γιού του Γουλιέλμου Μόρφυ, Χάρολδ Αρθούρου Μόρφυ. Ο Αρθούρος Μόρφυ και η κόρη του Μαριζάν Μόρφυ Καρατζά επέφεραν αλλαγές στην έπαυλη, αλλοιώνοντας την αρχική της μορφή.